- απελπισμός
- (AM ἀπελπισμός), οαπελπισία, απόγνωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπελπισμός — hope lessness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απελπισμός — ο η απελπισία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπελπισμοῦ — ἀπελπισμός hope lessness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελπισμῷ — ἀπελπισμός hope lessness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελπισμόν — ἀπελπισμός hope lessness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)